- συγκαταθετικός
- -ή, -ό / συγκαταθετικός, -ή, -όν, ΝΑ [συγκατατίθημι]1. αυτός που συγκατατίθεται, που αποδέχεται, που επιδοκιμάζει («οὔπω δὲ συγκαταθετικὸς [ὁ νοῡς] τῶν ἀεὶ γινομένων, ἐὰν μὴ θέλῃ ὁ ἄνθρωπος», Επιφάν.)2. καταφατικός, βεβαιωτικός.επίρρ...συγκαταθετικώς / συγκαταθετικῶς ΝΑ, και συγκαταθετικά Νμε συγκατάθεση, επιδοκιμαστικά.
Dictionary of Greek. 2013.