συγκαταθετικός

συγκαταθετικός
-ή, -ό / συγκαταθετικός, -ή, -όν, ΝΑ [συγκατατίθημι]
1. αυτός που συγκατατίθεται, που αποδέχεται, που επιδοκιμάζει («οὔπω δὲ συγκαταθετικὸς [ὁ νοῡς] τῶν ἀεὶ γινομένων, ἐὰν μὴ θέλῃ ὁ ἄνθρωπος», Επιφάν.)
2. καταφατικός, βεβαιωτικός.
επίρρ...
συγκαταθετικώς / συγκαταθετικῶς ΝΑ, και συγκαταθετικά Ν
με συγκατάθεση, επιδοκιμαστικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκαταθετικός — assenting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθετικώτερον — συγκαταθετικός assenting adverbial comp συγκαταθετικός assenting masc acc comp sg συγκαταθετικός assenting neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθετικόν — συγκαταθετικός assenting masc acc sg συγκαταθετικός assenting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθετικοῦ — συγκαταθετικός assenting masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθετική — συγκαταθετικός assenting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθετικήν — συγκαταθετικός assenting fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθετικῶς — συγκαταθετικός assenting adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθετικῷ — συγκαταθετικός assenting masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”